- ἐνεχομένων
- ἐνέχωholdpres part mp fem gen plἐνέχωholdpres part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
виноватыи — (65) пр. 1.Виновный, провинившийся в чем л.; признаваемый виновным: виноватъ ли боудеть своѩ емоу волѩ. или правъ боудѣть. а •і҃• гри(в). сѣрѣбра за соромъ емоу възѩти. Гр 1239 (смол.); Оже кто оубьѥть женоу то тѣмь же судомь соудити. ˫ако же и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Κρεμπς, Χανς Άντολφ — (Sir Hans Adolph Krebs, Χίλντεσαϊμ 1900 – Οξφόρδη 1981). Άγγλος βιοχημικός, γερμανικής καταγωγής. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Γερμανία, αλλά το 1932 αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στην Αγγλία, όπου το 1939 απέκτησε την αγγλική υπηκοότητα. Δίδαξε … Dictionary of Greek